Πώς κρίνουμε τον εαυτό μας;

Διαβάζοντας, έπεσα πάνω σε σκέψεις του Γιώργου Θεοτοκά (Τετράδια Ημερολογίου), καταγεγραμμένες τις ημέρες της κήρυξης του πολέμου από την Ιταλία και της εθνικής συνεγέρσεως.

Διαβάζοντάς τες δεν μπορεί κανείς παρά να αισθανθεί μια θλίψη. Και μια απορία. Θλίψη για το πώς καταντήσαμε από το «ορμέμφυτο» του ξεσπάσματος που εντοπίζει ο συγγραφέας και τα χαρακτηριστικά της λεβεντιάς, της εξυπνάδας και της ευγένειας που διαγιγνώσκει στη σημερινή αμοιβαδική λειτουργία. Η απορία έγκειται στο πώς ακριβώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος «λαός» να υφίσταται τέτοια δραματική μετάλλαξη σε διάστημα 2 μόλις γενεών! Μήπως το πνεύμα του συγγραφέα είχε επηρρεασθεί ομοίως από τον ενθουσιασμό που βλέπει και καθίσταται λιγότερο νηφάλιο και ακριβές; Προφανώς και αυτό συμβαίνει. Αλλά σίγουρα έχει παίξει τον ρόλο του και το αμφίδρομο της διάπλασης της πολιτικής πραγματικότητας: πολιτικοί, ρητορική, δημόσιος λόγος και κοινή γνώμη σε αγαστή χορευτική κίνηση πρωτόζωων, συνδιαμόρφωσαν αυτό το χαμηλότατο επίπεδο.

 Ιδού τα σχετικά αποσπάσματα:

Αἰσθάνουμαι μιὰ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν ἑλληνικὸ λαό, μιὰ ἀγάπη γεμάτη ἀλληλεγγύη, στοργὴ καὶ ἀντρικὴ ἐκτίμηση. Εἶναι ἕνας ὄμορφος, λεβέντικος, εὐγενικὸς καὶ ἔξυπνος λαός, εἶναι ἕνας λαὸς ποὺ ἀξίζει ἀσφαλῶς πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὁρισμένους μεγάλους λαοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἀσφαλῶς πολὺ περισσότερο ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς ξιπασμένους ποὺ ξεκίνησαν σήμερα νὰ μᾶς κατακτήσουν. [28/10/40]

Και:

Ὁ πληθυσμὸς εἶναι περήφανος γι᾽ αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ὀρθωθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπέναντι σὲ μιὰ μεγάλη δύναμη, ἀψηφώντας τὸν κίνδυνο καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο ἐνθουσιασμό. Τὸ πρῶτο ξέσπασμά μας ἦταν ὁρμέμφυτο, σχεδὸν ἀσυνείδητο. Ὕστερα τὸ σκεφτήκαμε καὶ μᾶς ἄρεσε αὐτὸ ποὺ κάναμε, εἴμαστε εὐχαριστημένοι. Εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πολὺ σπάνιες φορὲς ὅπου συμβαίνει νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ κάποια ἱκανοποίηση. [31/10/40]

Αυτό που απομένει να ελπίζει κανείς βρίσκεται ακριβώς στην σφαίρα της ελπίδας, όχι της βάσιμης προσδοκίας. Ελπίζει κανείς ότι το όποιο ευγενές κι ανώτερο εσώτερο δυναμικό, ατομικό και συλλογικό, θα βρεί μια «ορμέμφυτη» και εκρηκτική έκφραση, παρασύροντας την απανταχού κόπρο του Αυγεία. Μήπως απ’ό,τι καθαρίσει πεταχτεί κάτι που κανείς δεν διακρίνει και ως εκ τούτου δεν μπορεί βάσιμα να προσδοκά. Ούτως ή άλλως τότε, σε μια αναδίπλωση ειλικρίνειας, διαβάζει κανείς την πικρή παρατήρηση για το πόσο σπάνια συμβαίνει να κρίνουμε τον εαυτό μας με κάποια ικανοποίηση…

Η ελπίδα, ειδικά η μακρυνή, πεθαίνει τελευταία.

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε